- περιγράφω
- περιέγραψα, περιγράφ(τ)ηκα, περιγραμμένος1. σύρω γραμμή γύρω γύρω, περιβάλλω με γραμμή.2. μτφ., αναπαρασταίνω, διηγούμαι προφορικά ή γραφτά κάποιο γεγονός ή πράγμα: Στο γράμμα που του έγραψα, περιέγραψα με κάθε λεπτομέρεια το ταξίδι μου.3. μτχ., περιγραμμένος, -η, -ο για γεωμετρικά σχήματα, το σχήμα που βρίσκεται γύρω από κάποιο άλλο σχήμα, ώστε οι κορυφές του εσωτερικού σχήματος να βρίσκονται πάνω στις πλευρές του εξωτερικού σχήματος: Κύκλος περιγραμμένος γύρω από τρίγωνο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.